- χόριτις
- χόρῑτ-ις, ιδος, ἡ,A dancing-girl, Call.Dian.13, Del.306, Nonn.D.1.504, 46.158, etc.; χορίττιδες (sic) ἐννέα Μοῦσαι Dioscorus in PLit.Lond.100 D 4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χορεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος, θηλ. τού ίτης* (πρβλ. τεχν ῖτις)] … Dictionary of Greek
χορίτιδας — χόριτις dancing girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορίτιδες — χόριτις dancing girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορίτιδος — χόριτις dancing girl fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορήτις — ήτιδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. χορῑτις … Dictionary of Greek
χοριτεία — ἡ, Α χορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορῖτις «χορεύτρια» + κατάλ. εία, θηλ. τού εῖος (πρβλ. πολιτ είά)] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek